- αεροειδής
- -ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής)ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες τού αέρααρχ.1. εκείνος που έχει το χρώμα τού αέρα ή τού ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος2. (για χρώμα) θολός, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + εἰδής < εἶδοςο τ. ἠεροειδής έχει ως α' συνθ. τον ιων. τ. τής λ. ἀήρ, δηλ. ἠήρ, -έρος].
Dictionary of Greek. 2013.